- θαλασσοπούλι
- τό1) морская птица; 2) опытный моряк, морской волк; 3) быстроходное судно (чаще небольшое)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλασσοπούλι — το 1. γενική κοινή ονομασία πουλιών που ζουν κοντά στη θάλασσα ή είναι γνήσια πελαγικά 2. έμπειρος ναυτικός, θαλασσόλυκος 3. μικρό ταχύπλοο σκάφος … Dictionary of Greek
θαλασσοπούλι — το ιού 1. πουλί της θάλασσας και ειδικά το πουλί αιγιαλίτης. 2. έμπειρος ναυτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
αίθυια — η (Α αἴθυια) αρχ. 1. ένα θαλασσοπούλι, ίσως ο θυελλοδύτης 2. επωνυμία τής Αθηνάς ως προστάτιδας τών πλοίων 3. το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω η ονομασία τού πτηνού προήλθε πιθ. από το χρώμα του] … Dictionary of Greek
κεπφαττελεβώδης — κεπφαττελεβώδης, ῶδες (Α) ο ανόητος σαν τον κέπφο και τον αττέλαβο, τόσο ανόητος και ελαφρός όσο είναι το θαλασσοπούλι κέπφος και η ακρίδα αττέλαβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέπφος + ἀττέλαδος + κατάλ. ώδης*. Το ε στο λε αφομοιωτικά προς το πρώτο] … Dictionary of Greek
πτυχόραμφος — ο, Ν ζωολ. μικρόσωμο χαραδριόμορφο θαλασσοπούλι τού βόρειου Ειρηνικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ptychoramphus (< πτυχή + ράμφος)] … Dictionary of Greek
χαραδριός — (charadrius). Γένος πτηνών της οικογένειας των χαραδριιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Απαντούν συχνότερα στις ακτές της νότιας Ευρώπης την εποχή των μεταναστεύσεων. Κατά την άμπωτη, όταν δηλαδή χαμηλώνει η θάλασσα, οι χ. Τρέφονται με μικρά… … Dictionary of Greek
γλάρος — ο είδος υδρόβιου πτηνού, θαλασσοπούλι: Το καράβι μας συνόδευαν γλάροι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)